διακορεύω

διακορεύω
διακόρεψα, διακορεύτηκα, διακορευμένος, καταστρέφω την παρθενιά ενός κοριτσιού, ξεπαρθενεύω: Τη διακόρευσε και την άφησε έγκυο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • διακορεύω — διακορεύω, διακόρευσα βλ. πίν. 19 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • διακορεύω — (Α διακορεύω και διακορέω) σπάζω τον παρθενικό υμένα κόρης με συνουσία ή με άλλον τρόπο, ξεπαρθενεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < διά + *κορεύω < κόρη] …   Dictionary of Greek

  • διακορεύει — διακορεύω deflower pres ind mp 2nd sg διακορεύω deflower pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακορεύουσιν — διακορεύω deflower pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) διακορεύω deflower pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξεπαρθενεύω — διακορεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ παρθενεύω (αόρ. ἐξ επαρθένευσα), βλ. και λ. ξ(ε) ] …   Dictionary of Greek

  • διακορευθεῖσα — διακορεύω deflower aor part pass fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακορευθῇ — διακορεύω deflower aor subj pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακορευομέναις — διακορεύω deflower pres part mp fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακορεύεσθαι — διακορεύω deflower pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακορεύσαντος — διακορεύω deflower aor part act masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”